- καννιβαλισμός
- ο каннибализм, каннибальство, людоедство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κανιβαλισμός — Η κατανάλωση ανθρώπινου κρέατος για τελετουργικούς λόγους. Ο όρος κανίβαλος προέρχεται (μέσω του ισπανικού canibal) από το cannibe (= γενναίος), εθνικό όνομα μιας ομάδας Καρίβων (ιθαγενών των βορειοανατολικών περιοχών της Νότιας Αμερικής) στους… … Dictionary of Greek